Γενικά, είναι πιθανό η στένωση του χώρου κάτω από το ακρώμιο να προκαλέσει φθορά. Συγχρόνως, ενδέχεται να ερεθίζει τους τένοντες, οι οποίοι καθηλώνουν τον βραχίονα μέσα στη γλήνη. Το αποτέλεσμα της τριβής είναι να φλεγμαίνει ο τένοντας και να προκαλείται πόνος. Ο πόνος ενδέχεται να υπάρχει ακόμα και όταν απουσιάζει η κίνηση, ενώ συχνά περιορίζεται και η λειτουργικότητα του ώμου σε σημαντικό βαθμό.
Ωστόσο, αν καμία θεραπευτική προσέγγιση δεν επιφέρει την επιθυμητή βελτίωση, τότε εκτελείται μια χειρουργική επέμβαση αποσυμπίεσης του υπακρωμιακού χώρου, γνωστή ως ακρωμιοπλαστική.
Συνήθως, η συγκεκριμένη επέμβαση πραγματοποιείται αρθροσκοπικά με περιοχική αναισθησία ή γενική αναισθησία. Κατά τη διάρκειά της, λειαίνεται το πρόσθιο τμήμα του ακρωμίου, το οποίο προκαλεί τη συμπίεση. Αυτό γίνεται με τη συμβολή ενός μικρού κοπτικού εργαλείου, το οποίο βοηθάει, ώστε να δημιουργηθεί μια λεία επιφάνεια.
Το πρόγραμμα των ασκήσεων αρχίζει αμέσως, με την ολοκλήρωση της χειρουργικής επέμβασης, όπως προβλέπεται από το πρωτόκολλο. Σταδιακά, αυξάνεται το εύρος της κίνησης. Από την τρίτη ή τέταρτη μετεγχειρητική εβδομάδα, η κινητικότητα της άρθρωσης επανέρχεται πλήρως. Ακόμα, στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει και ταυτόχρονη συρραφή του τένοντα σε τυχόν ρήξη, τότε το άκρο κινητοποιείται ελεύθερα.